- τριπτῆς
- τριπτόςrubbedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίπτης — ὁ, ΜΑ βλ. τρίφτης … Dictionary of Greek
τριπτῶν — τρίπτης bath rubber masc gen pl τριπτός rubbed fem gen pl τριπτός rubbed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπτα — τρίπτᾱ , τρίπτης bath rubber masc nom/voc/acc dual τρίπτης bath rubber masc voc sg τρίπτᾱ , τρίπτης bath rubber masc gen sg (doric aeolic) τρίπτης bath rubber masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοτρίπτης — ο, Ν είδος χειρουργικής λαβίδας, σαρκοθλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τρίπτης (πρβλ. λιθο τρίπτης)] … Dictionary of Greek
τρίπτας — τρίπτᾱς , τρίπτης bath rubber masc acc pl τρίπτᾱς , τρίπτης bath rubber masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοτριπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοτριψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τριπτικός (< τρίπτης < τρίβω). Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
ομφαλοτρίπτης — ο ιατρ. λαβίδα με την οποία γίνεται η ομφαλοτριψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + τρίπτης (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
τρίφτης — ο / τρίπτης, ΝΜΑ [τρίβω] υπάλληλος δημόσιων λουτρών που τρίβει τα σώματα τών πελατών νεοελλ. εργαλείο που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, λαχανικά ή φρούτα … Dictionary of Greek
τυροτρίφτης — ο / τυροτρίπτης, ΝΜΑ μαγειρικό σκεύος για το τρίψιμο τού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τρίπτης / τρίφτης (< τρίβω)] … Dictionary of Greek